ὅνυ

ὅνυ
ὅνυ, Arc. and Cypr. for ὅδε, declined like with addition of -νυ, nom. sg. masc.
A

ὅνυ Inscr.Cypr.141

H., acc. τόνυ ib.140H., dat.

τῷνυ Schwyzer664.11

(Orchom. Arc., iv B. C.), acc. pl. neut.

τάνυ IG5(2).3.14

(Tegea, iv B. C.), gen.

τῶννυ SIG306.59

(ibid., iv B. C.), IG5(2).262.23 (Mantinea, v B. C.), dat. pl. fem.

ταῖννυ SIG306.30

; also, with -νυν for -νυ, acc. sg. fem. τάννυν, acc. pl. masc. τόσνυν, ib.559.48,49 (Megalopolis, found at Magn. Mae., iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • όνυ — ὅνυ (Α) (αρκαδ. και κυπρ. τ.) ὅδε*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όνε] …   Dictionary of Greek

  • νυν — (ΑΜ νῡν, Α και ως εγκλιτ. μόριο νυν, νυ) (χρον. επίρρ.) 1. τώρα, κατά τον παρόντα χρόνο, αυτή τη στιγμή ή αυτή την εποχή («πάλαι καὶ νῡν πανταχοῡ...μνημονευομένας», Ισοκρ.) 2. (ενάρθρως ως επίθ.) ο, η, το νυν ο παρών, ο σημερινός, ο τωρινός (α.… …   Dictionary of Greek

  • όνε — ὅνε, ἥνε, τόνε (Α) (θεσσαλικός τ.) όδε*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τής δεικτ. αντων. ὅ δε στη θεσσαλική και αρκαδική διάλεκτο χρησιμοποιήθηκαν τύποι που σχηματίστηκαν με τα μόρια: νε (πρβλ. τόνε, τάνε), νι (πρβλ. αρκαδ. ὁνί) και νυ (πρβλ. αρκαδ. κυπρ. ὅνυ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”